Φαληρέα

Φαληρέα
Φαληρέᾱ , Φαληρεύς
Phalerum
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαληρέα — φαληρέᾱ , φαληρεύς Phalerum masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ανθυπαλλαγή — ἀνθυπαλλαγή, η (Α) η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο) …   Dictionary of Greek

  • δημοχαρής — (360/357 π.Χ – ;). Αθηναίος πολιτικός, ρήτορας και ιστορικός. Ήταν εχθρικός προς την εξουσία του Δημητρίου του Φαληρέα (317 307). Στην εποχή του Δημητρίου του Πολιορκητή, ύστερα από μία περίοδο πολιτικής δραστηριότητας, έπεσε σε δυσμένεια και… …   Dictionary of Greek

  • επιρραπίζω — ἐπιρραπίζω (AM) [ραπίζω] ραπίζω, χτυπώ με ραβδί μσν. στηλιτεύω, χτυπώ αρχ. 1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς 2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.) 3. χτυπώ με ειρωνεία,… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”